Το Ακρωτήρι είναι χωριό της Σαντορίνης με 450 κατοίκους, με βάση την απογραφή του 2001. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιού σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τα Φηρά (πρωτεύουσα). Διοικητικά, ανήκει στο Τοπικό διαμέρισμα Ακρωτηρίου του Δήμου Θήρας. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους (ενετική κατάκτηση) αποτελούσε ένα από τα καστέλια του νησιού. Σήμερα, στην κορυφή του υψώματος πάνω στο οποίο είναι κτισμένο το σύγχρονο χωριό στέκει ακόμη ο Ενετικός πύργος (Γουλάς), το παλιό δηλαδή καστέλο. Έγινε παγκοσμίως γνωστό χάρη στον προϊστορικό οικισμό που ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές, τις οποίες άρχισε συστηματικά στην περιοχή ο Σπύρος Μαρινάτος το 1967.
Γεωγραφικά, η περιοχή αποτελεί πραγματικό ακρωτήριο με απόκρημνες ακτές, που προβάλλει επί 3 μίλια δυτικά του νότιου τμήματος της Σαντορίνης.
Γενικά για τον προϊστορικό οικισμό
Από τα ευρήματα των ανασκαφών είναι πλέον γνωστό ότι η περιοχή του Ακρωτηρίου κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά την Ύστερη Νεολιθική περίοδο (γύρω στο 4500 π.Χ.) και κατά τον 18ο αιώνα π.Χ. είχε εξελιχθεί σε πόλη. Στις αρχές του 17ου αιώνα π.Χ. υπέστη μεγάλες καταστροφές από σειρά σεισμών, αλλά στην συνέχεια πολλά από τα κτίρια επισκευάστηκαν και άλλα έμειναν όπως ήταν, ενώ νέα κτίρια κτίστηκαν κοντά στα παλαιότερα και η πόλη επεκτάθηκε προς τα βόρεια. Η πόλη άκμαζε κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο, μέχρι τον ενταφιασμό της από την λεγόμενη "Μινωική έκρηξη". Η Υστεροκυκλαδική Ι Περίοδος είναι σύγχρονη με την Υστερομινωική ΙΑ Περίοδο στην Κρήτη, περίοδος κατά την οποία άκμαζαν τα νέα ανάκτορα (Νεοανακτορική Περίοδος) εκεί.
Η θέση ήταν ιδανική για ασφαλές αγκυροβόλιο, καθότι ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους, ενώ ταυτόχρονα η μορφολογία του εδάφους ευνοούσε την ανάπτυξη γεωργικών δραστηριοτήτων. Πιθανολογείται ότι ήταν η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά αυτό δεν έχει ακόμα επιβεβαιωθεί. Η έκταση των ανασκαφών είναι κοντά στα 14 στρέμματα και έχει αποκαλυφθεί ένα μικρό ποσοστό της προϊστορικής πόλης.
Η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια.
Τα οικοδομικά υλικά ήταν πέτρες διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, κυρίως ηφαιστειακές, πηλός για συνδετικό κονίαμα, άψητες πλίνθοι (τούβλα) που ενισχύονταν με άχυρο, ξυλεία και ασβεστοκονίαμα. Το μεγάλο πλήθος από τοιχογραφίες, με τις οποίες ήταν διακοσμημένοι πολλοί από τους χώρους των κτιρίων, κατά κανόνα των άνω ορόφων, υποδηλώνουν μια εξελιγμένη και εκλεπτυσμένη αστική κοινωνία, η οποία ντυνόταν με πολυτέλεια, κομψότητα, και εντυπωσιακή πολυχρωμία.
Τα πρόδρομα φαινόμενα και η έκρηξη
Το γεγονός ότι στον οικισμό δεν βρέθηκαν καθόλου ανθρώπινοι σκελετοί μαρτυρά ότι μια σειρά από προειδοποιητικούς σεισμούς εξανάγκασε τους κατοίκους να τον εγκαταλείψουν έγκαιρα. Πάντως πριν ταφεί ο οικισμός από την ελαφρόπετρα και την τέφρα της ηφαιστειακής έκρηξης, είχε χτυπηθεί από μεγάλο σεισμό, αλλά η κατοίκηση στην πόλη δεν σταμάτησε τότε. Άλλα πρόδρομα της ηφαιστειακής εκρήξεως φαινόμενα, όμως, ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι οι εργασίες διάνοιξης των δρόμων δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, ενώ ένας μεγάλος αριθμός από αγγεία βρέθηκαν πάνω σε σωρούς μπάζων, όπου, προφανώς, είχαν τοποθετηθεί αρχικά για να μεταφερθούν σε πιο ασφαλείς θέσεις. Επίσης, ενδείξεις της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην πόλη αλλά και την πεποίθηση των κατοίκων ότι κάποια μέρα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους, μαζεύουμε από τα πήλινα αγγεία, τα υφάσματα και τα διαφόρων υλικών σκεύη που βρέθηκαν σωρευμένα κάτω από πόρτες ή σε κόγχες των δωματίων. Ενδείξεις για το που κατέφυγαν οι κάτοικοι δεν έχουμε. Ο χρόνος, πάντως, μεταξύ του μεγάλου σεισμού και της ηφαιστειακής έκρηξης δεν πρέπει να υπερέβαινε τις λίγες δεκάδες μέρες, ενώ η χρονική διάρκεια από τις πρώτες εκρήξεις μέχρι την δημιουργία της καλδέρας υπολογίζεται σε δύο με τρία εικοσιτετράωρα.
Τα αλλεπάλληλα κύματα ελαφρόπετρας και τέφρας παρέσυραν τις στέγες και τα ανώτερα τμήματα των κτηρίων του οικισμού. Μετά την ηφαιστειακή έκρηξη και την απόθεση των ηφαιστειακών υλικών που οδήγησε στον ενταφιασμό του οικισμού, ακολούθησε καταρρακτώδης βροχή, η οποία προκάλεσε την διάβρωση της ελαφρόπετρας και της τέφρας και σε πολλές περιπτώσεις έφτασε μέχρι και το προεκρηξιακό έδαφος. Η βροχή αυτή μετέφερε ρευστή λάσπη στα ισόγεια των κτιρίων του οικισμού, κάτι που οδήγησε τόσο στη διατήρηση του περιεχομένου τους, όσο και (σε αρκετές περιπτώσεις) στην διατήρηση στη θέση τους των δαπέδων των υπερκείμενων ορόφων.
Η χρονολογία της έκρηξης
Η αρχική χρονολόγηση της Μινωικής έκρηξης βασίστηκε σε συγκριτικές μελέτες της τεχνικής των πήλινων αγγείων και σε Αιγυπτιακές πηγές και είχε εκτιμηθεί ότι η έκρηξη του ηφαιστείου που κατέστρεψε την πόλη είχε συμβεί το 1500 π.Χ. Οι απόλυτες χρονολογήσεις, όμως, που έγιναν με βάση τον ραδιενεργό άνθρακα, τη δενδροχρονολόγηση και την παγοχρονολόγηση μετατόπισαν την ημερομηνία 100 με 150 χρόνια παλαιότερα, ενώ η πλέον πρόσφατη χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα ενός κλαδιού ελιάς που θάφτηκε από την τέφρα της έκρηξης τοποθετεί την ημερομηνία μεταξύ 1627 και 1600 π.Χ. με πιο πιθανό το διάστημα μεταξύ 1613 με 1614 π.Χ.. Η νέα χρονολόγηση αποδεικνύει την μη σύνδεση της έκρηξης με την καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού, που συνέβη πολύ αργότερα και είχε περισσότερο τον χαρακτήρα παρακμής. Η λεγόμενη "μινωική" έκρηξη της Θήρας θεωρήθηκε ότι ήταν δυνατότερη ακόμη και από εκείνη του ηφαιστείου Κρακατόα (Ινδονησία) το 1883. Λόγω της μεγάλης δύναμης της έκρηξης που προκάλεσε μεγάλες γεωμορφολογικές αλλαγές στο νησί και την ανάδυση του ηφαιστειακού κώνου της Νέας Καμμένης (εκεί που βρίσκεται ο κρατήρας του ηφαιστείου σήμερα), αλλά και λόγω του σχήματος του νησιού (μοιάζει με ημισέληνο με τα δύο μικρά νησάκια (παλαιά και νέα Καμμένη) στο μέσον της βαθιάς λεκάνης (caldera), το νησί συνδέθηκε με τον μύθο της βυθισμένης Ατλαντίδας, όπως την περιέγραψε ο Πλάτων[10]. Φυσικά, καμία επιστημονική απόδειξη δεν υπάρχει έως τώρα ούτε για την ύπαρξη της Ατλαντίδας, αλλά κυρίως για την ταύτιση της με το νησί της Θήρας. Σε σχέση με την εποχή του χρόνου που έγινε η έκρηξη, πιθανολογείται ότι ήταν άνοιξη, καθώς έχουν ανακαλυφθεί στο στρώμα των υλικών της έκρηξης κόκκοι γύρης από ελιές και κωνοφόρα δέντρα.
Οι Ανασκαφές
Στοιχεία για την κατοίκηση της Θήρας κατά την προϊστορική εποχή άρχισαν να έρχονται στο φως από το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα, όταν λόγω της χρησιμοποίησης θηραϊκής γης για τη μόνωση των τοιχωμάτων της διώρυγας του Σουέζ από τον Γάλλο μηχανικό Φερντινάν ντε Λεσσέψ (Ferdinard de Lesseps) το 1866 αποκαλύφθηκαν προϊστορικές αρχαιότητες. Οι πρώτες ανασκαφές στο Ακρωτήρι έγιναν από τον Γάλλο γεωλόγο και ηφαιστειολόγο Φερντινάν Φουκέ (Ferdinand André Fouqué). Μικρή ανασκαφική έρευνα επιχειρήθηκε το 1870 από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με τον γεωλόγο Ανρί Γκορσί (Henri Gorceix) και τον Ανρί Μαμέ (Henri Mamet) στη θέση Φαβατάς (η περιοχή όπου αποκαλύφθηκε το Συγκρότημα Δ των σημερινών ανασκαφών, ονομαζόταν "φαβατάς" γιατί το μέρος έβγαζε πολλή φάβα), νότια του σύγχρονου χωριού Ακρωτήρι. Στην θέση αυτή περνούσε χείμαρρος, ο οποίος έφτανε στο επίπεδο των αρχαιοτήτων και είχε ήδη αρχίσει να αποκαλύπτει κάποιες από αυτές. Οι συστηματικές, πάντως, ανασκαφές ξεκίνησαν το 1967 από τον καθηγητή Σπυρίδωνα Μαρινάτο, με τις υποδείξεις του ντόπιου Νίκου Πελέκη και στο ίδιο σημείο που έκαναν τις ανασκαφές τους οι Γάλλοι. Ο Σπ. Μαρινάτος ξεκίνησε τις ανασκαφές στο Ακρωτήρι στην προσπάθεια του να επαληθεύσει μια παλιά δική του θεωρία, που είχε δημοσιεύσει ως Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης το 1939 ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας προκάλεσε την κατάρρευση του πολιτισμού της Μινωικής Κρήτης. Η προετοιμασία έγινε το διάστημα 1962 με 1965. Μετά τον θάνατο του καθηγητή Μαρινάτου το 1974, η ανασκαφή συνεχίζεται κάτω από την διεύθυνση του καθηγητή Χρήστου Ντούμα.
Τα κτίρια, οι τοιχογραφίες και σημαντικά ευρήματα
Από την κύρια (νότια) είσοδο του στεγασμένου αρχαιολογικού χώρου, το πρώτο κτιριακό συγκρότημα στην δυτική πλευρά είναι η Ξεστή 3 (παλιότερα λεγόταν και Ξεστή Ε). Η Ξεστή 3 ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, με 14 δωμάτια σε κάθε όροφο, κάποια από τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με πολύθυρα. Στο συγκρότημα αυτό βρέθηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός από τοιχογραφίες, με πιο σημαντική την τοιχογραφική σύνθεση με τις Κροκοσυλλέκτριες (Πρώτος όροφος, Δωμάτιο 3Α, Ανατολικός τοίχος). Στον βόρειο τοίχο του ίδιου δωματίου υπήρχε η τοιχογραφία της Πότνιας θηρών, η οποία αποτελεί κοινή θεματική ενότητα με τις Κροκοσυλλέκτριες.
Σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου υπάρχει Δεξαμενή καθαρμών (άδυτο), ένας χώρος με βυθισμένο μικρό τμήμα του δαπέδου του και κλίμακα που οδηγεί σε αυτό, που θεωρείται ιερός. Αυτό, σε συνδυασμό με την θεματολογία των τοιχογραφιών, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Ξεστή 3 πραγματοποιούνταν διάφορες τελετές και είναι το μόνο μέχρι τώρα κτίριο του οικισμού, στο οποίο είναι αρκετά πιθανή η λατρευτική/θρησκευτική χρήση. Στο βόρειο τοίχο του δωματίου με την δεξαμενή καθαρμών βρισκόταν η τοιχογραφία των Λατρευτριών.
Στον Προθάλαμο 5 βρέθηκε η τοιχογραφία του Κυνηγού. Στο δωμάτιο 3Β του ισογείου βρέθηκε η τοιχογραφία με τα Γυμνά αγόρια.
Στο δωμάτιο 9 του πρώτου ορόφου υπήρχε η τοιχογραφία των Λυγαριών, ενώ στο δωμάτιο 3Β του ορόφου βρέθηκαν οι Γυναίκες με τις Ανθοδέσμες.
Στον δεύτερο όροφο του κτιρίου, ο οποίος σήμερα δεν σώζεται, υπήρχε η τοιχογραφία των Πολύχρωμων Σπειρών, μια τοιχογραφία πολύ μεγάλων διαστάσεων. Ομάδα μελετητών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ασχολήθηκαν με τις μεγάλες αυτές σπείρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καλλιτέχνες της Θήρας γνώριζαν την λεγόμενη Σπείρα του Αρχιμήδη, πάνω από χίλια χρόνια πριν από αυτόν. Στο δωμάτιο 9, επίσης του δευτέρου ορόφου, υπήρχε η τοιχογραφία με τους Ρόδακες.
Ακριβώς στα νότια της Ξεστής 3 έχει αποκαλυφθεί μικρό μέρος κτιρίου, το οποίο σώζει κτιστό θρανίο στον προθάλαμο του, οπότε το κτίριο ονομάστηκε Οικία Θρανίων. Μεταξύ της Οικίας Θρανίων και του δυτικού άκρου της Ξεστής 3, στις 12 Δεκεμβρίου του 1999, κατά την διάρκεια των εργασιών ανασκαφής για την στήριξη των πεσσών θεμελίωσης του νέου στεγάστρου, ανακαλύφθηκε μέσα σε πήλινη λάρνακα (μικρό κιβώτιο), το μοναδικό χρυσό ειδώλιο (αγαλματίδιο) αιγάγρου, από τα ελάχιστα πολύτιμα αντικείμενα που έχουν βρεθεί στο χώρο των ανασκαφών, το οποίο σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Προϊστορικής Θήρας, στα Φηρά. Το ειδώλιο ήταν μέσα σε ξύλινη θήκη, της οποίας μόνο το αποτύπωμα είχε διατηρηθεί, ενώ η πήλινη λάρνακα ήταν δίπλα σε σωρό μεγάλου αριθμού από ζεύγη κεράτων, κατά βάση αιγοπροβάτων.